- πρευμενής
- και πραϋμενής, -ές, Α1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.)2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.)3. αυτός που εξευμενίζει, εξιλαστήριος, εξιλαστικός («πρευμενεῑς χοάς», Αισχύλ.).επίρρ...πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Αμε πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρευμενής, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *πρηυμενής, ο οποίος προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. πρᾶος* / πρηΰς και τη λ. μένος «πάθος, ψυχική ορμή, ψυχική διάθεση» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πραϋμενῶςπροθύμως, πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τ. πρευμενής πρέπει να θεωρηθεί ως ιων. τ. τής τραγωδίας που έχει προέλθει από το *πρηυμενής με βράχυνση τής μακράς διφθόγγου προ τού ημιφώνου -μ- κατά τον νόμο τού Osthoff (πρβλ. βασιλεύς < *βασιληύς). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πρευμενής έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους αντί τού απλού εὐμενής και επομένως έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. *προ-ευμενής με έκθλιψη τού -ο- τού πρώτου συνθετικού πρό (πρβλ. πρηγορεών < προη-γορεών)].
Dictionary of Greek. 2013.